- σαρανταπέντε
- ΝΜάκλ. σύνολο από σαράντα δεκάδες και πέντε μονάδεςνεοελλ.παροιμ. «σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός [ή μιανού] κοκόρου γνώση» — λέγεται επιτιμητικώς για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τού ονόματος Ιωάννηςμσν.φρ. «Ἐμμανουὴλ παμβασιλεῡ παρὰ σαρανταπέντε» — λογοπαίγνιο προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό ως υπαινιγμός ότι είναι και αυτός βασιλιάς, όπως και ο Χριστός, αλλά κάπως κατώτερος, όπως άλλωστε δηλώνει η έλλειψη από το όνομά του τών δύο πρώτων γραμμάτων ε και μ, τα οποία με αντιστροφή, δηλ. μ ε, συμβολίζουν τον αριθμό 45.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράντα + πέντε].
Dictionary of Greek. 2013.